- αλάβαστρο
- αλάβαστρο, το και αλάβαστρος, οπέτρα λευκή μισοδιάφανη από την οποία φτιάχνουν κυρίως μυροδοχεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
αλαβάστρινος — η, ο (Α ἀλαβάστρινος, η, ον) [ἀλάβαστρο(ν)] ο κατασκευασμένος από αλάβαστρο νεοελλ. ο όμοιος με αλάβαστρο, λείος και λαμπερός … Dictionary of Greek
αλαβαστροειδής — ές (Α ἀλαβαστροειδής) 1. ο όμοιος με αλάβαστρο 2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρο(ν) + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λάρνακας (Κύπρου), Επαρχιακό — Η συλλογή του μουσείου (Πλατεία Καλογραιών, Λάρνακα), που χτίστηκε το 1969 και εκτίθεται με χρονολογική σειρά σε τέσσερις αίθουσες, περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Λάρνακας, η οποία είχε κατοικηθεί πολύ πριν από την ίδρυση της… … Dictionary of Greek
αλαβάστρινος — η, ο 1. φτιαγμένος από αλάβαστρο: Του χάρισαν ένα αλαβάστρινο βάζο. 2. άσπρος και λείος σαν το αλάβαστρο: Είχε ένα λαιμό αλαβάστρινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… … Dictionary of Greek
αλάβαστος — ἀλάβαστος και στρος, ο, η (Α) το αλάβαστρο* … Dictionary of Greek